ιωδοφόρμιο

ιωδοφόρμιο
το
κίτρινη κρυσταλλική σκόνη που χρησιμοποιείται ως αντισηπτικό φάρμακο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ιωδοφόρμιο — Οργανική ένωση του τύπου CHI3 (τριϊωδομεθάνιο). Είναι κίτρινο στερεό σώμα, με διαπεραστική οσμή, αδιάλυτο στο νερό, διαλυτό στους οργανικούς διαλύτες και έχει σημείο τήξης 119°C. Παρασκευάζεται με επίδραση ιωδίου και αλκαλίου σε θερμή αλκοόλη ή… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτροχημεία — Το τμήμα της χημείας (ή ακριβέστερα της φυσικοχημείας) που αφορά τη χημική και ηλεκτρική συμπεριφορά των ηλεκτρολυτικών διαλυμάτων (βλ. λ. ηλεκτρόλυση). Πιο γενικά, στον όρο η. συμπεριλαμβάνονται όλες οι αντιδράσεις μεταξύ χημικής και ηλεκτρικής… …   Dictionary of Greek

  • τριιωδομεθάνιο — το, Ν χημ. συστηματική ονομασία τής χημικής ένωσης ιωδοφόρμιο …   Dictionary of Greek

  • φθοριοφόρμιο — το (χημ.), αέριο ανάλογο προς το χλωροφόρμιο, που γίνεται από ιωδοφόρμιο και φθοριούχο άργυρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”